- παρακλαδεύω
- κλαδεύω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακλαδεύω — παρακλάδεψα, παρακλαδεύτηκα, παρακλαδεμένος, κλαδεύω δέντρο ή θάμνο περισσότερο απ όσο πρέπει: Παρακλάδεψα τα δέντρα και θα αργήσουν να δώσουν κλαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek